διαπτύσσω
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
English (LSJ)
Att. διαπτύττω,
A open and spread out, unfold, disclose: metaph., διαπτυχθέντες ὤφθησαν κενοί S.Ant.709, cf.E.Hipp.985, Pl.Lg.858e (Pass.); σύμβολα Iamb.Protr. 21; λόγῳ δ. Moschio Trag.6. 2 split open, κράνος D.S.17.20; open up, τὸ ἐπιγάστριον Gal.2.520. II fold one with another, intertwine, Arist.GA720b17.
German (Pape)
[Seite 598] att. -πτύττω, 1) entfalten; διαπτυχθέντες ὤφθησαν κακοί Soph. Ant. 705, Schol. ἀνακαλυφθέντες: vgl. Eur. Hipp. 985; Sp.; dah. bei Theophr. συμμεμυκός u. διεπτυγμένον entgegstzt; übertr., eröffnen, erklären, Plat. Legg. IX, 858 e u. Sp. – 2) durcheinander wickeln, τὰς πλεκτάνας, Arist. gen. anim. 1, 15.
Greek (Liddell-Scott)
διαπτύσσω: Ἀττ. –ττω, μέλλ. –ξω, ἀνοίγω καὶ ἐξαπλώνω, ἀναπτύσσω, ἀποκαλύπτω, Σοφ. Ἀντ. 709, Εὐρ. Ἱππ. 985· ἑρμηνεύω, ἐξηγοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 858Ε· λόγῳ δ. Μοσχίων παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 240. ΙΙ. συμπτύσσω τι μεθ’ ἑτέρου, συμπλέκω, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 15, 1.
French (Bailly abrégé)
f. διαπτύξω, etc.
déployer, mettre au grand jour.
Étymologie: διά, πτύσσω.