δικαιοδοσία
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἡ,
A jurisdiction, Plb.20.6.2, etc.; trial, ἑλκομένης δ. Id.22.4.2: pl., εἰς δ.προκαλεῖσθαί τινα Id.4.16.4; ἡ πρὸς ἀλλήλους δ. Milet. 3 No.154.5 (ii B. C.), cf.IG12(9).903 (Chalcis, ii B. C.); administration of justice, Str.13.1.55, al., D.S.37.8, al., BGU226.11 (i A. D.). II international compact for trying suits in the forum rei, Plb.23.1.2, 32.17.4.
German (Pape)
[Seite 626] ἡ, 1) das Rechtsprechen, die Rechtspflege, Pol. 40, 10, 5 u. öfter; Plut. Pomp. 10; ταχθεὶς ἐπὶ δικαιοδοσίας, ἀφ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριθέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης, ein Gerichtshof, von dem man nicht appelliren darf, Strab. XIII, 610. – 2) ein Vertrag zwischen zwei Staaten, nach dem ein im Handelsverkehr wegen Ungerechtigkeit Belangter in seinem Vaterlande nach den bestehenden Gesetzen gerichtet werden soll, Pol. 24, 1, 2. 32, 17, 4, ἡ κατὰ τὸ σύμβολον δ.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοδοσία: ἡ, ἡ τοῦ δικαίου ἀπονομή, jurisdictio, Συλλ. Ἐπιγρ. 2147, Πολύβ. 20. 6, 2· -ἡ ἐν τῷ δικαστηρίῳ συζήτησις καὶ κατὰ τοὺς νόμους τακτοποίησις ζητήματός τινος, ὁ αὐτ. 4. 16, 4. ΙΙ. συνθήκη μεταξὺ δύο πολιτειῶν, καθ’ ἢν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν χώρᾳ ἐδικάζετο ὁ ὑπὸ ξένων κατηγορούμενος,= ἡ ἀπὸ συμβόλων κοινωνία (ἴδε σύμβολον ΙΙ), ὁ αὐτ. 24. 1, 2, πρβλ. 32. 17, 4.