δικίδιον
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of δίκη,
A little trial, Ar.Eq.347, V.511.
German (Pape)
[Seite 629] τό, dim. von δίκη, Proceßlein, Ar. Nub. 1093 Vesp. 511.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκίδιον: [ῐδ], τό, (δίκη) μικρὰ δίκη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 346, Σφηξ. 508, Νεφ. 1109.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit procès.
Étymologie: δίκη.