διοίγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίγνῡμι Medium diacritics: διοίγνυμι Low diacritics: διοίγνυμι Capitals: ΔΙΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: dioígnymi Transliteration B: dioignymi Transliteration C: dioignymi Beta Code: dioi/gnumi

English (LSJ)

   A open, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ar.Ec.852: metaph., τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα Ph.1.442:—Pass., Id.2.414:—also διοίγω, S.Aj.346, OT1287, 1295 (Pass.), Pl.Smp.222a (Pass.), etc.; ᾗ δ' ἂν διοίξῃς σφάγια (sc. τῇ μαχαίρᾳ) E.Supp.1205.

Greek (Liddell-Scott)

διοίγνυμι: μέλλ. -ξω, διανοίγω, τὰς γνάθους διοίγνυτε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 852· -ὡσαύτως, διοίγω, Σοφ. Αἴ. 346, Ο. Τ. 1287, 1295, Πλάτ., κλ.· ᾗ δ’ ἂν διοίξῃς σφάγια [ἐνν. τῇ μαχαίρᾳ] Εὐρ. Ἱκέτ. 1205. -Μέσ. διοίγνυσθαι Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 4. 7, 8.

French (Bailly abrégé)

entrouvrir, ouvrir (une porte, la bouche, etc.).
Étymologie: διά, οἴγνυμι.