δροσόεις
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
εσσα, εν,
A dewy, Sapph.Supp.24.12, etc.; πεδία A.R. 1.1282, cf. Coluth.343; shedding dew, Σελήνη Nonn.D.40.376; fresh, λουτρά E.Tr.833; χείλεα AP5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 668] εσσα, εν, = δροσερός; λουτρά, Eur. Tr. 833; πεδία, Ap. Rh. 1, 1282; ῥόδα, Theocr. ep. 1, 1; auch übertr., χείλεα, zart, Paul. Sil. 17 (V, 270).
Greek (Liddell-Scott)
δροσόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ δροσερός, Εὐρ. Τρῳ. 833, κτλ.