δυσέκλυτος
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ον,
A hard to undo, τέχνημα A.Fr.375 (Dind. δυσέκδυτον hard to escape from); δόξα Ph.1.192, cf. Vett.Val.71.23, al. Adv. -τως indissolubly, A.Pr.60.
German (Pape)
[Seite 678] schwer aufzulösen, VLL.; adv., Aesch. Prom. 60; – schwer zu erklären, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέκλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ λύσῃ τις, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 435 (ὁ Δινδ. δυσέκδυτον, ὃν δύσκολον εἶνε να διαφύγῃ τις). ― Ἐπίρρ. -τως, ἀδιαλύτως, ὁ αὐτ. Πρ. 60.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à défaire, à dissoudre.
Étymologie: δυσ-, ἐκλύω.