δυσκατόρθωτος
English (LSJ)
ον,
A hard to succeed in, ἔργον Demetr.Eloc.127, Ph.2.83, Gal.UP15.7; τυραννίς Chio Ep.15 (Comp.). II hard to set right, remedy, σπάνις τῶν ἀναγκαίων J.AJ2.5.6.
German (Pape)
[Seite 682] schwer zurecht zu bringen, zu verbessern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατόρθωτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐπιτύχῃ τις ἢ νὰ κατορθώσῃ, Δημ. Φαλ. 127, Γαλην.