δυσπαράκλητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A inexorable, Sch.S.OT334; τὸ δ. τοῦ τρόπου J.AJ16.5.4 (v.l. δυσπαραιτ-).
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu besänftigen, Sp., wie Schol. Soph. O. R 336.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαράκλητος: -ον, ἀδυσώπητος, ἀνεξιλέωτος, Σχόλ. Σοφ. Ο. Τ. 336.