ἐγκολπίζω

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκολπίζω Medium diacritics: ἐγκολπίζω Low diacritics: εγκολπίζω Capitals: ΕΓΚΟΛΠΙΖΩ
Transliteration A: enkolpízō Transliteration B: enkolpizō Transliteration C: egkolpizo Beta Code: e)gkolpi/zw

English (LSJ)

   A form a bay, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Str.5.4.5.    2 go into or follow the bay, Id.9.5.22.    3 inject into the vagina, Aët.1.126.    II Med., with pf. Pass., take in one's bosom, ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d, cf. Plot. 1.4.6; embrace, θεὸς ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα Ph.1.425; περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη a period embracing many turns of expression, D.H.Dem.4 (vulg. ἐγκαλλωπιζομένη) ; [ἰχθῦς] ἐ. τῇ σαγήνῃ to catch fish in the belly of the net, Alciphr.1.18.    2 conceive, Porph.Gaur.5.4.    3 embrace in a bay, ἄκρα πολὺν-ομένη λιμένα Dion.Byz.53.

German (Pape)

[Seite 709] 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = εἰσπλέω εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχθῦς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπίζω: μέλλ. -ίσω, σχηματίζω κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) εἰσέρχομαι εἰς τὸν κόλπον, καὶ παραπλέω αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, αὐτόθι 443. ΙΙ. Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. λαμβάνω τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· ἐναγκαλίζομαι, Φίλων 1. 425· περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, περίοδος περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.

French (Bailly abrégé)

1 former un golfe;
2 entrer dans un golfe;
Moy. ἐγκολπίζομαι;
1 enfermer dans son sein, embrasser;
2 envelopper, prendre dans un filet.
Étymologie: ἐν, κόλπος.