ἐγχάραξις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A scarification, Apollon. ap. Orib.7.19 tit., Aret.CD1.2. II furrow, gloss on ὁλκός, Sch.A.R.3.413.
German (Pape)
[Seite 712] ἡ, das Einschneiden, Einprägen, Sp. Bei den Medic. = Schröpfen. – Der Einschnitt, Riß, Schol. Ap. Rh. 3, 413.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχάραξις: -εως, ἡ, τὸ ἐγχαράττειν τι ἐπὶ μετάλλου, Συλλ. Ἐπιγρ. 2155· ἐγχάραξις ἕλκους δι’ ἐντομῆς, Γαλην. ΙΙ. ἐντομή, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 413.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’entailler, de scarifier.
Étymologie: ἐγχαράσσω.