ἐμποδοστατέω
From LSJ
Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut
English (LSJ)
A to be in the way, Epicur.Ep.1p.9U., PTeb.24.54 (ii B.C.), Ph.1.186:—also ἐμποδιοστᾰτέω, v.l. LXXJd.11.35.
German (Pape)
[Seite 815] im Wege stehen, Sp., wie D. L. 10, 95; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποδοστατέω: προξενῶ ἐμπόδιον εἰς πόδας τινός, γίνομαι ἐμπόδιον, ἐμποδίζω, Διογ. Λ. 10, 95· διάφ. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐμπεποδοστάτηκάς με ἀντὶ τοῦ: ταραχῇ ἐτάραξάς με (Κριταὶ ΙΑ΄, 35).