ἐμπερόνημα

From LSJ
Revision as of 10:06, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπερόνημα Medium diacritics: ἐμπερόνημα Low diacritics: εμπερόνημα Capitals: ΕΜΠΕΡΟΝΗΜΑ
Transliteration A: emperónēma Transliteration B: emperonēma Transliteration C: emperonima Beta Code: e)mpero/nhma

English (LSJ)

Dor. ἐμπερόν-ᾱμα, ατος, τό,

   A a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theoc.15.34.    II clasp, brooch, Agath.3.15.

German (Pape)

[Seite 812] τό, das mit Spangen über den Schultern befestigte Gewand, Theocr. 15, 34, Schol. δίπλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερόνημα: Δωρ. ᾱμα, τὸ ἔνδυμα συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. περονητρίς, περόνημα.