ἐνδημία
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
English (LSJ)
Dor. ἐνδᾱμία, ἡ,
A dwelling in a place, lodging, sojourning, τὴν ἐ. ποιεῖσθαι IG12(5).533.5 (Ceos, ii B. C.), cf. 4.679.18 (Hermione), 5(1).7 (Sparta), Hsch.
German (Pape)
[Seite 833] ἡ, Anwesenheit, Inscr. 1331 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδημία: Δωρ. ἐνδᾱμία, ἡ, ἡ ἔν τινι τόπῳ διαμονή, τὴν ἐνδ. ποιεῖσθαι Ἐπιγραφ. Κέω ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2356, πρβλ. 1193, 1331, 1339. ΙΙ. παρ᾿ Ἐκκλ., ἡ ἔνσαρκος ἐνδημία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἐνσάρκωσις, ἡ ἐνανθρώπησις, ἐνδημία Χριστοῦ καὶ ἔνσαρκος παρουσία Ἐπιφάν. κατὰ Αἱρέσ. 1. 26.