ἐλαφόπους
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A deer-footed, interpol. in Hippiatr.115.
German (Pape)
[Seite 792] ποδος, hirschfüßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων πόδας ἐλάφου, Ἱππιατρ. σ. 262. 10.