ἐνευδαιμονέω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A to be happy in, Th.2.44, D.S.34.3; τῷ καιρῷ Lib.Or. 14.43.
German (Pape)
[Seite 839] darin, dabei glücklich sein, τινί, Thuc. 2, 44 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευδαιμονέω: εὐδαιμονῶ ἔν τινι, οἷς ἐνευδαιμονῆσαι Θουκ. 2. 44· ταῖς βασιλείαις ἐνευδαιμόνησαν Διόδ. Ἀποσπ. 601. 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être ou vivre heureux dans.
Étymologie: ἐν, εὐδαιμονέω.