ἐμβλέπω
English (LSJ)
pf.
A ἐμβέβλοφα PLond.1.42.21 (ii B.C.):—look in the face, look at, τινὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς Pl.Chrm.155c, cf. D.19.69; ἐ. εἰς τὸν ὀφθαλμόν Pl.Alc. 1.132e, etc.: c. acc., ἐμβλέπω σε, παῖ, Com.Adesp.17.7 D., cf. Herod. 2.68, AP11.3, Ev.Marc.8.25: abs., X.Mem.3.11.10, Arist.EN1175a9. b ἐ. εἰς consider, τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ Ev.Matt.6.26; look into a matter, PTeb.28.15 (ii B.C.). 2 simply, look, ποῖ ἐμβλέψασα . .; S.El.995; δεινὸν ἐ. Pl.Ion535e, Plu.Pyrrh.34, etc.; πῦρ ἐ. Philostr. Im.1.28; ἱρὰ ἐς λῷον -οντα Herod.4.80.
German (Pape)
[Seite 806] Einem ins Angesicht sehen, ihn ansehen; εἰς ὀφθαλμόν Plat. Alc. I, 132; Men. bei Stob. fl. 93, 21 u. A.; τινί, Plat. Rep. X, 609 d; Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; auch τινά, Ep. ad. 448 (XI, 3), wie N. T; absol., Xen. Hem. 3, 11, 10; – ποῖ ἐμβλέψασα τοιοῦτον θράσος ὁπλίζει Soph. El. 983, worauf hinsehend, d. i. in welcher Absicht; – δεινόν, schrecklich drein blicken, Plat. Ion 535 e, Plut. Pyrrh. 34 u. A.; πῦρ ἐμβ., feurig blicken, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβλέπω: μέλλ. -ψω, βλέπω κατὰ πρόσωπον, βλέπω κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, τινὶ Πλάτ. Χαρμ. 155C, Δημ. 363. 4, κτλ.· ἐμβλ. εἰς..., Πλάτ. Ἀλκ. 1. 132Ε, κτλ.· σπανίως τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 3, Καιν. Διαθ.· ἀπόλ., Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 10, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9. 2) ὡς τὸ ἁπλοῦν βλέπω, ποῖ ἐμβλέψασα...; Σοφ. Ἠλ. 995· δεινὸν ἐμβλ. Πλάτ. Ἴων 535, Πλουτ. Πύρρ. 34, κτλ.· πῦρ ἐμβλ. Φιλόστρ. 803.
French (Bailly abrégé)
fixer les yeux sur, regarder : ἐμβλέπειν δεινόν PLUT lancer des regards terribles.
Étymologie: ἐν, βλέπω.