ἐνοίκησις
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dwelling in a place, Th.2.17, D.H.2.1. II right of occupation, οἴκου BGU1115.39 (i B. C.), etc.
German (Pape)
[Seite 849] ἡ, das Bewohnen, Thuc. 2, 17 u. Sp., wie D. Hal. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοίκησις: -εως, ἡ, τὸ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ, Θουκ. 2. 17, Διον. Ἁλ., κλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
résidence, séjour.
Étymologie: ἐνοικέω.