ἐξάνθρωπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unsociable, of epileptics, Aret.SD1.4. II ἐ. ἡ συμφορή it (epilepsy) is an inhuman calamity, Id.SA1.6.
German (Pape)
[Seite 869] entmenscht, unmenschlich, Sp.; auch act., συμφορά, unmenschlich, wild machend, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνθρωπος: -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀπάνθρωπος, Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω ἑαυτοῦ, ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.