ἐξαρτισμός
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
English (LSJ)
ὁ,
A equipment of a ship, Peripl.M.Rubr.21 (pl.): pl., fittings, PRyl.233.13 (ii A. D.): metaph., τρόπων Aristeas 144.
German (Pape)
[Seite 873] ὁ, dasselbe; Arr. Befrachtung der Schiffe.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαρτισμός: ὁ, τὸ ἐξαρτίζειν, ἐξοπλίζειν πλοῖον, Βασιλικ. 15. 1, 3, Ἀρριαν. Τακτ. (;), οὕτω καὶ ἐξάρτῐσις, ἡ, Εὐστ. 56, 21 (;).