ἀνεπαίσχυντος
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ον,
A having no cause for shame, 2 Ep.Ti.2.15; μηδὲ -τον ἡγοῦ J.AJ 18.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπαίσχυντος: -ον, ὁ μὴ ἔχω αἰτίαν ἐφ’ ᾗ νὰ αἰσχύνηται, Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, β΄, 15. ΙΙ. ἀναίσχυντος, - ἐπίρρ. -τως, ἀναισχύντως, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irrépréhensible, qui n’a pas à rougir.
Étymologie: ἀ, ἐπαισχύνομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I que no tiene de que avergonzarse ἐργάτης 2Ep.Ti.2.15, μηδὲ δευτερεύειν ἀνεπαίσχυντον ἡγοῦ I.AI 18.243, cf. Ath.Al.M.25.8B, Basil.M.31.1041A.
II adv. -ως
1 sin tener motivo de vergüenza e.d. debidamente καὶ διὰ γραμμάτων ἐμμαρτυρούμενοι ἀ. κηρύσσομεν Hippol.Haer.proem.8 (p.3.14)
•sin sentirse avergonzado περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος ἀ. ... ἄγνοιαν ὁμολογεῖν Basil.M.29.668B.
2 sin deshonor de Cristo γεννηθεὶς διὰ γεννητικῶν πόρων ἀ., ἀχράντως Epiph.Const.Exp.Fid.15.