ἅλυσις

From LSJ
Revision as of 12:11, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_3)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅλῠσις Medium diacritics: ἅλυσις Low diacritics: άλυσις Capitals: ΑΛΥΣΙΣ
Transliteration A: hálysis Transliteration B: halysis Transliteration C: alysis Beta Code: a(/lusis

English (LSJ)

(on the breathing v. Hdn.Gr.1.539), εως, ἡ,

   A chain, χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα Hdt.9.74, cf. Th.2.76, etc.; ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους D.Chr.30.17, cf. Ep.Eph.6.20; πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν E.Or.982:—as a woman's ornament, Ar.Fr.320.12, Nicostr. 33; σφραγῖδε . . ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι IG2.652B35.    2 collectively, chains, bondage, Plb.21.3.3.    3 link in chain armour, Arr. Tact.3.5.

Greek (Liddell-Scott)

ἅλυσις: (οὐχὶ ἄλυσις), εως, ἡ, «ἁλυσίδα·» χαλκέῃ ἁλύσι δεδεμένη ἄγκυρα, Ἡρόδ. 9. 74· πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαισι φερομέναν, Εὐρ. Ὀρ. 984: - ὡς κόσμημα γυναικός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, 12, Νικοστρ. Ἄδηλ. 7· σφραγῖδε … ἁλύσεις χρυσᾶς ἔχουσαι, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 35.

French (Bailly abrégé)

c. ἄλυσις.

Spanish (DGE)

(ἅλῠσις) -εως, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [át. du. ἁλύσΕ IG 4.39 (Egina V a.C.)]
1 a)gener. cadena utilizada en el asedio o defensa χαλκέη Hdt.9.74, ἁλύσεσι μακραῖς σιδηραῖς Th.2.76, cf. 4.100
para el arpón, Opp.H.5.139, (ἄντλησις) διὰ πολυκαδίας ἢ τῆς καλουμένης ἁλύσεως e.d. con la noria Hero Dioptr.212.20
mit. ref. a las cadenas de que cuelga el sol ἁλύσεσιν χρυσέαισι (πέτραν) φερομέναν δίναισι E.Or.983
en reflexiones sobre el carácter articulado de ciertas cosas, de un freno ὁ δὲ ἕτερος ὥσπερ ἡ ἅλυσις ποιεῖ X.Eq.10.9, cf. Arist.Mete.387a13, en la serie causal ἐχομένων ἀλλήλων τῶν πραγμάτων τῷ δίκην ἁλύσεως τοῖς πρώτοις συνῃρῆσθαι τὰ δεύτερα Chrysipp.Stoic.2.273, cf. 274, Luc.Hist.Cons.55, ἅλυσις χρόνου· series, Gloss.2.182;
b) cadena de oro o plata como joya femenina para el cuello, Ar.Fr.321.12, Nicostr.Com.33, Alciphr.4.12
La Cadena tít. de una comedia de Cariclides, Chariclid.1, frec. en inventarios σφραγῖδε ... ἁλύσɛ̄ς χρυσᾶς ἔχοσαι IG 22.1388.86 (V/IV a.C.), cf. PGurob 10.3 (III a.C.), PSI 240.12 (II a.C.).
2 de presos, unido a πέδαι prob. esposas κομίζοντες ἁλύσεις καὶ πέδας Plb.3.82.8, ἁλύσεις ἔχοντες ... καὶ πέδας D.H.6.26.2, 6.27.3, cf. Eu.Luc.8.29, Act.Ap.28.20, en gener. δῆσαι ἁλύσει a un endemoniado Eu.Marc.5.3, δεδεμένος ἁλύσεσιν δυσίν Act.Ap.12.6, cf. 21.33, para atar al diablo durante el Milenio Apoc.20.1, cf. θεὸς ἔρχεται ἁλύσεσι πεφρόυρημένος PMag.4.3093
en ac. de direcc. en prisión, en, a la cárcel εἰς τὴν ἅλυσιν ἐνέπεσον Plb.21.5.3, εἰς τὴν ἅ. ἀπῆγε Plb.4.76.5, tb. en dat. πρεσβεύω ἐν ἁλύσει Ep.Eph.6.20, ἐν ἁλύσει διατελεῖν (con juego de palabras sobre la cadena de oro de los esponsales, v. 1 b)), Alciphr.4.12.2
πᾶσα ἅλυσις ἀνοιχθήτω PMag.13.294
fig. de la ἀνάγκη que pesa sobre la humanidad μένειν δὲ οὐχ ἑκόντας, ἁλλὰ μιᾷ πάντας ἁλύσει δεδέσθαι τά τε σώματα καὶ τὰς ψυχάς, καθάπερ καὶ ὑφ' ἡμῶν ἰδεῖν ἔστιν ἐν ἁλύσει μιᾷ δεδεμένους πολλοὺς ἐφεξῆς D.Chr.30.17, cf. LXX Sap.17.16.
3 milit. cadena entrelazada, malla θώρακες ... ἁλύσεσι λεπταῖς σιδηραῖς ἐπηλλαγμένοι Arr.Tact.3.5.
4 halo en torno al sol, Apul.Mund.16.

• Etimología: De *u̯°lu-, raíz que se encuentra en εἰλύω q.u.; c. otro grado vocálico en la raíz, cf. ἔλυτρον.