μετρητής

From LSJ
Revision as of 19:30, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch

Menander, Monostichoi, 464
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετρητής Medium diacritics: μετρητής Low diacritics: μετρητής Capitals: ΜΕΤΡΗΤΗΣ
Transliteration A: metrētḗs Transliteration B: metrētēs Transliteration C: metritis Beta Code: metrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A measurer, Id.Just.373a; μετρηταὶ στρατοπέδων, = Lat. metatores castrorum, J.BJ5.2.1.    II a liquid measure, = ἀμφορεύς, Philyll.7, D.42.20, Sosith.2.8 (s. v.l.), IG12(3).436.13 (Thera, iv B. C.), Arist.HA596a7, Hero *Mens.9, etc.; of the Hebrew bath, LXX 3 Ki.18.32, al., Ev.Jo.2.6.

German (Pape)

[Seite 162] ὁ, der Messende, Plat. de iust. 373 a. – In Athen war der Metretes, auch μετρήτης betont, das gewöhnliche Maaß für Flüssigkeiten, der 12 χόες oder 144 κοτύλαι und 3/4des attischen Medimnos enthielt, 11/2 römische Amphoren, 339/118 Berliner Quart, Dem. 42, 20 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μετρητής: -οῦ, ὁ, (μετρέω) ὁ μετρῶν, Πλάτ. Περὶ Δικαίου 373Α. ΙΙ. = ἀμφορεύς, ἐν Ἀθήναις τὸ κοινὸν μέτρον ὑγρῶν, πρὸς ὃ ἰσοδυναμοῦσι 12 χόες ἢ 144 κοτύλαι, περίπου λίτραι 39, σοὶ μὲν οὖν τήνδ’, ἀμφορεῦ, δίδωμι τιμήν, πρῶτα μὲν τοῦτ’ αὔτ’ ἔχειν ὄνομα μετρητὴν μετριότητος οὕνεκα Φιλύλλιος ἐν «Δωδεκάτῃ» 1, Δημ. 1045. 7, Σωσίθεος παρ’ Ἀθην. 415Β· ― ὁ Αἰγινητικὸς μετρητὴς ἦτο μείζων τοῦ Ἀττ. πιθανῶς κατὰ τὰ 2/5, ἴδε λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων· ὁ Μακεδον. φαίνεται ἦτο μικρότερος, ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 9, 2· ― ὁ δὲ Ρωμαϊκός ἀμφορεὺς (amphora) ἐχώρει τὰ 2/3 τοῦ Ἀττ. μετρητοῦ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 mesureur, jaugeur, métreur;
2 particul., à Athènes mesure pour les liquides équivalente à 12 χόες ou 144 κοτύλαι, ou ¾ de médimne attique, soit environ 39 litres;
3 surn. du Rhodien Xénarque.
Étymologie: μετρέω.