κιθαρῳδός
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
English (LSJ)
ὁ, (κιθάρα, ἀοιδός)
A one who plays and sings to the cithara, Hdt.1.23, IG12.547, Pherecr.6.1, Phld.Mus.p.28K., etc.: as fem., κ. γυνή Alciphr.3.33. II a fish, found in the Red Sea, with body striped like the strings of a lyre, Ael.NA11.23.
German (Pape)
[Seite 1437] ὁ, = κιθαραοιδός, der die Cither spielt u. dazu singt, unterschieden von κιθαριστής, vgl. Ammon., Plat. Conv. 179 d; Diphil. bei Ath. VI, 247 c, auch ἡ κιθαρῳδὸς γυνή, Alciphr. 3, 33. – Ein Fisch, Ael. H. A. 11, 23.
Greek (Liddell-Scott)
κῐθᾰρῳδός: ὁ, (κιθάρα, ἀοιδὸς) ὁ κρούων τὴν κιθάραν καὶ ᾄδων συγχρόνως, Ἡρόδ. 1. 23, Πλάτ., κτλ.· πρβλ. κιθαριστής, κιθαραοιδός. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος ἐν τῇ Ἐρυθρᾷ θαλάσσῃ εὑρισκόμενος, Αἰλ. π. Ζ. 11. 23.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 joueur de cithare;
2 sorte de poisson.
Étymologie: κιθαραοιδός.