κυλλός
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
ή, όν,
A club-footed and bandy-legged, opp. βλαισός, Hp. Art.53, cf. 62; κ. πούς ib.53, Ar.Av.1379. 2 generally, deformed, contracted, κ. οὖς Hp.Art.40; crippled in the arm, κ. ἠκόντιζεν ἀμείνονα AP11.84 (Lucill.), cf. Ev.Matt.15.30, Gal.UP1.17, al.; ἔμβαλε κυλλῇ (sc. χειρί) put into a crooked hand, i.e. with the fingers crooked like a beggar's, to catch an alms, Ar.Eq.1083, cf. Sch.adloc. 2 of things, crooked, κ. κυκλάς PLond.3.776.10 (vi A.D.). II κυλλά, τά, choliambi, Herod.8.79.
Greek (Liddell-Scott)
κυλλός: -ή, -όν, ὁ ἔχων βεβλαμμένους τοὺς πόδας, χωλός, κυρίως ἐπὶ ποδῶν κεκαμμένων πρὸς τὰ ἐκτὸς διὰ νόσον, ἀντίθ. τῷ βλαισός, Ἱππ. π. Ἄρθ. 820, πρβλ. 819Β, 827Ε· μηρὸς κυλλότερος 822Β· κ. ποὺς 821Β, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1379· κ. οὖς Ἱππ. 805Η. ἴδε Foës. Oecon. ― ἔμβαλε κυλλῇ (δηλ. χειρί), βάλε εἰς τὸ κοῖλον τῆς χειρός, ἢ κατ’ ἄλλους εἰς τὸ «κουλλὸν χέρι», Ἀριστοφ. Ἱππ. 1083, πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 courbé;
2 tortu, déformé.
Étymologie: R. Κυρ, Κυλ, être courbé ; cf. κοῖλος.