ἐπισκηνόω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
A to be quartered in, ταῖς οἰκίαις Plb.4.72.1; ἐπὶ τὰς οἰκίας ib.18.8: metaph., dwell upon, ἡ δύναμις ἐ. ἐπί τινα 2 Ep.Cor.12.9.
German (Pape)
[Seite 978] in ein Zelt, ins Quartier gehen, einkehren, ταῖς οἰκίαις Pol. 4, 72, 1, ἐπὶ τὰς οἰκίας 4, 18, 8, wie ἐπί τινα, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισκηνόω: καταλύω, ἐπισκηνώσαντες ἐπὶ ταῖς οἰκίαις Πολύβ. 4. 18, 8· ταῖς οἰκίαις ἐπισκηνώσαντες αὐτόθι 72. 1· μεταφ., ἵν’ ἐπισκηνώσῃ ἐπ’ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔλθῃ νὰ κατοικήσῃ ἐν ἐμοί, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορινθ. ιβ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 prendre ses quartiers, se cantonner dans;
2 poser sa tente sur, résider;
3 faire des préparatifs ; se préparer.
Étymologie: ἐπί, σκηνόω.