δειλία

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλία Medium diacritics: δειλία Low diacritics: δειλία Capitals: ΔΕΙΛΙΑ
Transliteration A: deilía Transliteration B: deilia Transliteration C: deilia Beta Code: deili/a

English (LSJ)

ἡ,

   A timidity, cowardice, Hdt.1.37, S.OT536, etc.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.8.26; δειλίας ὀφλεῖν (sc. δίκην) And.1.74; ἔνοχος δειλίας (sc. δίκῃ) Lys.1.45; opp. ἀνδρεία, θρασύτης, Pl.Lg.648b, Ti.87a.    II misery, Procop.Goth.4.32.

German (Pape)

[Seite 537] ἡ, Furchtsamkeit, Feigheit, Thuc. 1, 112; Plat. Prot. 360 c; Ggstz ἀνδρία u. θρασύτης, Tim. 87 a Legg. I, 648 b.

Greek (Liddell-Scott)

δειλία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις δειλός, φόβος, ἀνανδρία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ο. Τ. 536, κτλ.· δειλίην ὀφλεῖν, κατηγορεῖσθαι ἐπὶ ἀνανδρίᾳ, Ἡρόδ. 8. 26· δειλίας ὀφλεῖν (ἐνν. δίκην) Ἀνδοκ. 10. 21· ἔνοχος δειλίας (ἐνν. δίκῃ) Λυσ. 140. 1. μεταξὺ δειλίας καὶ θρασύτητος κεῖται ἡ ἀνδρεία Ἀριστ. Ἠ. Ν. 3, 9.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
lâcheté, pusillanimité.
Étymologie: δειλός.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.1.37, 8.26, Hp.Aër.16, 23
1 cobardía, timidez, pusilanimidad unido a otros términos sinón. o que indican tb. una carencia moral οὔτε τινὰ δειλίην ... οὔτε ἀθυμίην Hdt.l.c., κακότης καὶ δ. Th.5.100, δειλίαν ἢ μωρίαν S.OT 536, δειλίᾳ ... καὶ κακανδρίᾳ S.Ai.1014, δειλίαν ... καὶ κάκην E.IT 676, καὶ καθόλου ἀφροσύνης καὶ δειλίας καὶ ἄλλων οὐκ ὀλίγων κακιῶν Chrysipp.Stoic.3.21, cf. LXX 2Ma.3.24, 4Ma.6.20, Ph.1.19, 98, ὑπὸ δειλίας καὶ αἰσχύνης Luc.Herm.75, διὰ δειλίαν ἢ δοξοκοπίαν M.Ant.11.18, cf. Vett.Val.369.14
jur., como delito tipificado contra la patria ἐνορῶ γέροντα δειλίας φευξούμενον veo un viejo que va a ser procesado por cobardía Ar.Ach.1129, διώξομαί σε δειλίας te perseguiré (judicialmente) por cobardía Ar.Eq.368, δειλίην ὦφλε πρὸς βασιλέως fue culpado de cobardía por el rey Hdt.8.26, cf. E.Heracl.985, And.Myst.74, ἔνοχός ἐστι ... δειλίας Lys.14.5, cf. 14.7, αἰτίαν δὲ ἔχων δειλίας Philostr.VS 568, δειλίας φεύγων defendiéndose del cargo de cobardía Philostr.VS 626, ἵνα μ[ὴ] ... δειλίας αἰτία ... ὑπολειφθῇ PGiss.40.2.11 (III d.C.), op. θρασύτης Pl.Ti.87a, op. ἀνδρεία Hp.ll.cc., Pl.Lg.648b, Ph.1.57, op. μέλλησις Plu.2.56c, a τόλμη I.AI 15.142, δοκοῖμεν ... διὰ δειλίαν ἀνέχεσθαι Th.1.122, κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφή[σ] ετε S.Fr.314.168, cf. 170, Ai.75, El.351, 1027, Ar.Pl.207, ὥστ' οὐκ ἀνεκτὸν δειλίας θανεῖν σ' ὕπο E.HF 289, πάσχειν μὲν οὐ θέλουσι τὰ δεινὰ διὰ δειλίαν D.Chr.11.10, δειλίαν ὀνειδίζων D.C.46.15.1, ἔρως ... δειλίας οὐκ ἀνέχεται Ach.Tat.2.4.5, οὔτε δ. ποτὲ τοὺς ἄνδρας ... κατέσχεν I.BI 3.42, cf. Hierocl.Facet.217
en sent. crist. πνεῦμα δειλίας espíritu de timidez op. πνεῦμα δυνάμεως ‘espíritu de fortaleza’, 2Ep.Ti.1.7.
2 temor, espanto, miedo c. gen. obj. θανάτου LXX Ps.54.5
abs. ἐπάξω δειλίαν εἰς τὴν καρδίαν infundiré espanto en el corazón LXX Le.26.36, cf. Seuerian.Cent.29.5, ᾤμην νύκτωρ σοι μόνον τὴν δειλίαν ἐνοχλεῖν Hld.6.1.3, cf. 6.5.4, ἀφόρητος ... δ. Cyr.Al.Luc.1.58.6.
3 desgracia, sufrimiento op. εὐδαιμονία Procop.Goth.4.32.29.
4 debilidad dicho de la gula, Iul.Or.9.192b.