συναντιλαμβάνομαι

From LSJ
Revision as of 17:49, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναντιλαμβάνομαι Medium diacritics: συναντιλαμβάνομαι Low diacritics: συναντιλαμβάνομαι Capitals: ΣΥΝΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: synantilambánomai Transliteration B: synantilambanomai Transliteration C: synantilamvanomai Beta Code: sunantilamba/nomai

English (LSJ)

Med.,

   A help in gaining a thing, τῆς ἐλευθερίας D.S.14.8; τῶν τῇ πόλει συμφερόντων SIG412.7 (Delph., iii B.C.); τῆς θεραπείας Phld.Lib.p.19 O.; assist in supporting, τὴν ὁρμὴν τοῦ λαοῦ LXX Nu.11.17: abs., render assistance, περί τινων PHib.1.82.18 (iii B.C.); εἴς τι OGI267.26 (Pergam., iii B.C.).    II c. dat., take part with, help, LXXEx.18.22, Ps.88(89).22, Ev.Luc.10.40.

German (Pape)

[Seite 1001] (s. λαμβάνω), pass., mit Hand anlegen und helfen bei einer Sache, τινός, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

συναντιλαμβάνομαι: μέσ., συμβοηθῶ εἴς τι, μετὰ γεν., Διόδ. 14. 8, Ἐπιγρ. Δελφ. 68· βοηθῶ εἰς ὑποστήριξίν τινος, τι Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΑ΄, 17). ΙΙ. μετὰ δοτικ., συναντιλήψονταί σοι αὐτόθι (Ἔξοδ. ΙΗ΄, 22, Ψαλμ. ΠΗ΄, 21).

English (Strong)

from σύν and ἀντιλαμβάνομαι; to take hold of opposite together, i.e. co-operate (assist): help.