πρωτοτόκια
From LSJ
English (LSJ)
τά, with v.l. πρωτοτοκ-τοκεῖα,
A rights of the first-born, birthright, LXX Ge.25.32, Ep.Hebr.12.16.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοτόκια: τά, τὰ δικαιώματα τοῦ πρωτοτόκου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 32, κἑξ.), Ἐπιστ. πρ. Ἐβρ. ιβ΄, 16· - διάφορ. γραφ. -τοκεῖα.
French (Bailly abrégé)
ίων (τά) :
c. πρωτοτοκεῖα.
English (Strong)
from πρωτότοκος; primogeniture (as a privilege): birthright.