χρηστομάθεια
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A desire of learning, Longin.44.1. II book containing a summary of useful knowledge or select passages, e.g. the χ. γραμματική of Procl. and the χρηστομάθειαι of Hellad., cf. Sor.1.2, al.; so in pl. of the epitome of Strabo; also περὶ -μαθίας (sic) EM227.53, Orus in EM685.57.
German (Pape)
[Seite 1376] ἡ, 1) Lernbegier, Wißbegier, Longin. 44, 1. – 2) das Erlernen brauchbarer, nützlicher, zu einer Wissenschaft gehöriger Dinge; dah. hießen Bücher, die einen kurzen Inbegriff des Wissenswürdigsten enthielten, Περὶ χρηστομαθείας u. αἱ Χρηστομάθειαι, Auszüge u. Sammlungen des Brauchbarsten, Nützlichsten, Besten aus andern Schriftstellern, Chrestomathien, wie die des Proclus u. Helladius.
Greek (Liddell-Scott)
χρηστομάθεια: [ᾰ], ἡ, ἐπιθυμία πρὸς μάθησιν, φιλομάθεια, Λογγῖν. 44. 1. ΙΙ. ἡ ἐκμάθησις χρησίμων καὶ ὠφελίμων διδαγμάτων, ὅθεν βιβλία περιέχοντα περίληψιν τῶν πρὸς μάθησιν χρησιμωτάτων ἐπεγράφοντο: περὶ χρηστομαθείας, χρηστομάθειαι, ἦσαν δὲ βιβλία περιέχοντα συλλογὴν ἐκλεκτῶν ἀποσπασμάτων ἐκ πολλῶν συγγραφέων, οἷα τὰ συντεθέντα ὑπὸ Πρόκλου καὶ Ἑλλαδίου· - μαθία, Φωτ. Βιβλιοθ. 318. 21.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chrestomathie, recueil des meilleurs ou des plus utiles morceaux d’auteurs.
Étymologie: χρηστός, μανθάνω.