χρυσοτέκτων
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A goldsmith, AP6.92 (Phil.), Luc.Lex.9.
German (Pape)
[Seite 1382] ονος, ὁ, Goldarbeiter; Philp. Thess. 16 (VI, 92); Luc. Lex. 9.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοτέκτων: -ονος, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ἀνθ. Π. 6. 92.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
ouvrier qui travaille l’or.
Étymologie: χρυσός, τέκτων.