ψευδόστομα
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
ατος, τό,
A the false or blind mouth of a river, Str.17.1.18(pl.).
German (Pape)
[Seite 1395] τό, falsche, unächte Mündung, Strabo XVII.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόστομα: τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον στόμα (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.