ἄμβη

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμβη Medium diacritics: ἄμβη Low diacritics: άμβη Capitals: ΑΜΒΗ
Transliteration A: ámbē Transliteration B: ambē Transliteration C: amvi Beta Code: a)/mbh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἄμβων,

   A raised edge or proiuberance, Hp.Art.7, cf. 80, Gal.18(1).340; rim of felloe of wheel, Democr.29.

German (Pape)

[Seite 118] ἡ, ion. für ἄμβων, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμβη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἄμβων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, 839.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
rebordede una férula o tablilla, Hp.Art.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.
extremidad carnosa u ósea en forma de labio, Hp.Art.80, Gal.18(1).340.

• Etimología: Es indudable la rel. ἄμβων. En cambio la conexión de ambos c. ἀναβαίνω parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u.

Greek Monolingual

ἄμβη, η (Α)
1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος
2. το χείλος της στεφάνης του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η έννοια του «ύψους»].