ἄμβη
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ἡ, Ion. for ἄμβων,
A raised edge or proiuberance, Hp.Art.7, cf. 80, Gal.18(1).340; rim of felloe of wheel, Democr.29.
German (Pape)
[Seite 118] ἡ, ion. für ἄμβων, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμβη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἄμβων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 783, 839.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
rebordede una férula o tablilla, Hp.Art.7, de la pina de la rueda, Democr.B 29, Hsch.
•extremidad carnosa u ósea en forma de labio, Hp.Art.80, Gal.18(1).340.
• Etimología: Es indudable la rel. ἄμβων. En cambio la conexión de ambos c. ἀναβαίνω parece que debe ser rechazada. Más prob. resulta una aproximación a ὄμφαλος q.u.
Greek Monolingual
ἄμβη, η (Α)
1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος
2. το χείλος της στεφάνης του τροχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις της λ. υπάρχει η έννοια του «ύψους»].