αμυγδαλάτος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
και μυγδαλάτος, -η, -ο (Μ ἀμυγδαλάτος, -η, -ον)
αυτός που έχει μέγεθος αμυγδάλου
νεοελλ.
1. αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, αμυγδαλωτός
2. το ουδ. ως ουσ. το αμυγδαλάτο
το γλύκισμα αμυγδαλωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμύγδαλο + παραγ. κατάλ. –ατος].