ανάριος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source

Greek Monolingual

και ανάργιος –α, -ο
1. ο μη πυκνός, ο αραιός κατά τη σύσταση
2. ο τοποθετημένος σε αραιά διαστήματα
3. επίρρ. ανάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αριός < αραιός, με συνίζηση.
ΠΑΡ. αναριάζω, αναριεύω, αναριοσύνη, αναριώνω.
ΣΥΝΘ. αναριοδόντης, αναριοδουλεύω].