αναριεύω

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

Greek Monolingual

ανάριος
1. τοποθετώ σε αραιά διαστήματα, αραιώνω
2. κάνω αραίωση, αφαιρώ, λιγοστεύω
3. κάνω κάτι αραιό κατά τη σύστασή του ανακατεύοντας το με νερό, αραιώνω
4. τοποθετούμαι σε αραιά διαστήματα, απομακρύνομαι από κάποιον
5. μετατοπίζομαι για να γίνει αραίωση, κάνω τόπο.