απόκρουση

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η (AM ἀπόκρουσις)
ανάσχεση, απώθηση
νεοελλ.
η άρνηση κάποιου να ενδώσει σε πρόταση
αρχ.
(για τη σελήνη) η ελάττωση, η χάση.