αποικισμός
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
ο (Α ἀποικισμός)
ίδρυση αποικίας
αρχ.
η μετοικεσία (ΠΔ).
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
ο (Α ἀποικισμός)
ίδρυση αποικίας
αρχ.
η μετοικεσία (ΠΔ).