αἰσχροπρεπής

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχροπρεπής Medium diacritics: αἰσχροπρεπής Low diacritics: αισχροπρεπής Capitals: ΑΙΣΧΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: aischroprepḗs Transliteration B: aischroprepēs Transliteration C: aischroprepis Beta Code: ai)sxropreph/s

English (LSJ)

ές,

   A of hideous appearance, Sch.E. Hipp.75; f.l. for -επής, Ael.Fr.80.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπρεπής: -ές, ἔχων δυσειδὲς τὸ ἐξωτερικόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 74, αἰσχρολόγος, Σουΐδ. ἐν λ. Ἀρχίλοχος· ἀλλ’ ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ. εἶναι αἰσχροεπής.

Spanish (DGE)

-ές
1 de aspecto feo ἄμουσοι καὶ αἰσχροπρεπεῖς οἱ ποιμένες Sch.E.Hipp.75.
2 fig. aborrecible, execrable αἰσχροπρεπές ... ἐστιν προσκυνεῖν ἢ τὸ ἰσότιμον ἀνθρώπων, ἢ γοῦν τὸ ἔλαττον δαιμόνων A.Mart.7.16.

Greek Monolingual

αἰσχροπρεπής, -ές (Μ)
αυτός που έχει δυσειδή, άσχημη εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -πρεπὴς < πρέπω.