αποστατώ
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστατώ, -έω)
νεοελλ.
1. στασιάζω, επαναστατώ
2. αποσκιρτώ, αποσχίζομαι
αρχ.
1. στέκομαι μακριά από κάποιον
2. αποχωρίζομαι, απαρνούμαι
3. λείπω, απουσιάζω
4. ξεμακραίνω, στέκομαι μακριά.