απαρνούμαι
Heraclitus, fr. B 119 Diels
Greek Monolingual
κ. απαρνιέμαι (ΑΜ ἀπαρνοῦμαι, -έομαι)
αρνούμαι τελείως κάτι, αποκηρύσσω, απορρίπτω, εγκαταλείπω
νεοελλ.
φρ. «απαρνούμαι τα εγκόσμια» — περιβάλλομαι το μοναχικό ή ιερατικό σχήμα
αρχ.
δεν αποδέχομαι, αρνούμαι.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο