τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
και αλογονουρά και αλογουρά, η
1. ουρά αλόγου
2. ονομασία που δίνεται σε διάφορα αγριόχορτα
3. είδος γυναικείου χτενίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + ουρά. Ο τ. αλογονουρά < άλογο + νουρά].