ανταμύνομαι
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek Monolingual
ἀνταμύνομαι (Α)
1. προβάλλω αντίσταση σε κάποιον που μου επιτίθεται, υπερασπίζω τον εαυτό μου εναντίον κάποιου
2. ανταποδίδω σε κάποιον τα ίσα.