βιολί

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source

Greek Monolingual

το
1. τετράχορδο μουσικό όργανο που κουρδίζεται σε διαστήματα πέμπτης
2. τα βιολιά μικρή ορχήστρα από διάφορα μουσικά όργανα
3. φρ. «εσύ το βιολί σου» ή «άρχισες...» ή «συνεχίζεις το ίδιο βιολί» — για μονότονη ενοχλητική συνήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βεν.) violin ή υποκορ. του βιόλα (II)].