βούλλωμα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source

Greek Monolingual

το (Μ βούλλωμα)
η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας
νεοελλ.
1. το σκέπασμα, το πώμα
2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο
3. η κάλυψη οπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.].