ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
οσάκκος γεμάτος άμμο που χρησιμοποιείται σε οχυρώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο- < γαία + σάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή].