βιδολόγος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
ο
εργαλείο του οποίου η άκρη προσαρμόζεται στην εγκοπή της βίδας και με περιστροφική κίνηση τη σφίγγει ή τη χαλαρώνει, κατσαβίδι.