ανακατάληψη
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
η
η εκ νέου κατάληψη, κυρίευση μιας θέσης που τήν κατείχα και προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαταλαμβάνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα «Εφημερίς»].