αιμοστατικός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἱμοστατικός, -ή, -ὸν) Ιατρ.
κάθε μέσο ή ενέργεια που εφαρμόζεται για το σταμάτημα μιας αιμορραγίας, π.χ. αιμοστατικά φάρμακα, αιμοστατικές λαβίδες, αιμοστατική επίδεση (βλ. αιμόσταση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + στατικὸς < στατὸς < ἵστημι. Από το αιμοστατικός προήλθε ο ξεν. όρος hemostatic].