ἀναθεματισμός
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ὁ,
A a cursing, Just.Nov.42.1.1: pl., Cod.Just.1.3.38, Just.Nov.146.1.2.
German (Pape)
[Seite 188] ὁ, die Verfluchung, der Kirchenbann, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναθεμᾰτισμός: ὁ, κατάρα, ἀφορισμὸς ἀπὸ τῆς κοινωνίας, ἀναθεματισμός, Βυζ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 acción de ligar por juramento ἀνάγκην τινὰ ἑαυτοῖς ... περιέθηκαν διὰ τοῦ ἀναθεματισμοῦ Chrys.M.60.340.
2 declaración de anatema, anatematización Basil.M.32.937B, Cassiod.Hist.M.69.935C, Mar.Merc.Cyr.Apol.ML 48.935B, Iust.Nou.42.1.1, Cod.Iust.1.3.38, Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1369D.
Greek Monolingual
ο (Α αναθεματισμός) ἀναθεματίζω
κατάρα
(Εκκλ.) αποκήρυξη από την εκκλησιαστική κοινωνία, αφορισμός.