αυτόχθονος
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
αὐτόχθονος, -ον (AM) χθων, -ονός]]
μσν.
ο αυτόχθονας
αρχ.
φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» — αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του.